ἐξαγγελτικός — conveying information masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… … Dictionary of Greek
ἐξαγγελτικά — ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc pl ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικόν — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc sg ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικαί — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικοί — ἐξαγγελτικός conveying information masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικοῦ — ἐξαγγελτικός conveying information masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικούς — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτική — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελτικήν — ἐξαγγελτικός conveying information fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)